- τσιγκοτυπία
- ητσιγκογραφία (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσιγκοτυπία — η, Ν η τσιγκογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίγκος + τυπία (< τυπος < τύπος), πρβλ. χαλκο τυπία] … Dictionary of Greek
τσιγκογραφία — η μέθοδος κατασκευής πλακών από ψευδάργυρο (κλισέ), που χρησιμοποιούνται στην τυπογραφία για αποτύπωση εικόνων, η τσιγκοτυπία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)